Jan 20, 2024

Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου



 Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδεκα ανθρώπους.

Tο σπίτι ξεφύτρωσε ξαφνικά μετά την καταιγίδα στον κενό χώρο της πλατείας του Αγίου Πέτρου πάνω από το σταθμό της αφετηρίας της ζώνης δύο του μετρό, τεράστιο κι επιβλητικό, περιτριγυρισμένο από μια πυκνή μάζα πράσινων φρύνων. Τα γοερά κοάσματά τους ακούγονταν σε όλη την πόλη, προκαλώντας έναν μυστηριώδη φόβο στους απελπισμένους κατοίκους.

Ο ΟΥΡΒΑΝΟΣ, ένας ασήμαντος καλόγηρος από το τάγμα των Φραγκισκανών, μπήκε πρώτος στο σπίτι, ενθαρρύνοντας τους υπόλοιπους της ομάδας του να τον ακολουθήσουν. Ένας, ένας έπεφταν στο αόρατο τείχος το οποίο είχε καταφέρει να διαπεράσει χωρίς καμία προσπάθεια ο Ουρβάνος για να μπει στο σπίτι. Μην μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο στέκονταν απέναντι από το σπίτι περιμένοντας τον Ουρβάνο να βγει. Μιλούσαν για την ασημαντότητα του Ουρβάνου και ήταν βέβαιοι πως αυτή ακριβώς η ασημαντότητα ήταν το κλειδί του αόρατου τείχους. Διαφωνούσαν μεταξύ τους τόσο πολύ και τόσο δυνατά ώστε δεν άκουσαν τον ήχο του νερού. Μόλις αντίκρυσαν το ποτάμι να χύνεται ορμητικό από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και να κατευθύνεται σα μια γιγαντιαία γλώσσα καταπάνω τους, έπεσαν στα γόνατα κάνοντας το σταυρό τους με ευλαβικούς αλαλαγμούς φρίκης, αντί να κάνουν μεταβολή και να αρχίσουν να τρέχουν. Ο Ουρβάνος έχασε όλο το τάγμα του μέσα σε δευτερόλεπτα. Η θλίψη πολλές φορές σαλεύει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Ουρβάνος δεν έκλαψε, ούτε άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του ή να σκίζει τα ράσα του. Ατένισε ασάλευτος από το παράθυρο του επάνω ορόφου τα σώματα των άλλων Φραγκισκανών να παρασύρονται μέσα στα ορμητικά νερά σαν παιχνίδια και μόλις και ο τελευταίος χάθηκε από τα μάτια του άκουσε -ή νόμιζε ότι άκουσε-έναν περίεργο τριγμό από το διπλανό δωμάτιο. Άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα και βρέθηκε σε μια αχανή άδεια σάλα όπου και αντίκρυσε το εξής μυστηριώδες θέαμα: ένα δέντρο φύτρωνε μέσα από ένα άλλο δέντρο το οποίο με τη σειρά του φύτρωνε μέσα από ένα άλλο δέντρο. Πως βρέθηκε ένα δέντρο που γεννά άλλα δέντρα μέσα σε ένα σαλόνι; Πως ξεφύτρωσε αυτό το σπίτι στη μέση μια κεντρικής πλατείας; Επρόκειτο για οφθαλμαπάτες, παραισθήσεις ή οράματα;

Ο ΟΥΡΒΑΝΟΣ δεν είχε καμία διάθεση να σκεφτεί τίποτα για τον απλό λόγο ότι δεν τον ενδιέφερε καμία ερώτηση αλλά και καμία απάντηση. Υπήρχε ένα ακόμα δωμάτιο σε αυτόν τον όροφο. Ήταν το δωμάτιο των κακών πράξεων. Το δωμάτιο φώναξε με ανθρώπινη φωνή το όνομα του Ουρβάνου δυνατά, για να τον ενθαρρύνει να ανοίξει την πόρτα πίσω από την οποία στεκόταν αναποφάσιστος και σχεδόν σε κατατονία με τα μάτια καρφωμένα για δέκα λεπτά στο πόμολο και το σώμα του απολύτως  ακίνητο. 

ΉΤΑΝ ένα δωμάτιο καφετί. Από το ταβάνι ως το πάτωμα όλη η επιφάνεια των τοίχων ήταν καλυμμένη με πολύ μικρά μαντεμένια πορτάκια που έμοιαζαν με σκέπαστρα φούρνων. Ο Ουρβάνος ξεκίνησε να τα ανοίγει ένα ένα. Χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες για να τα ανοίξει όλα. Του φάνηκαν αμέτρητα και είχε δίκιο. Πίσω από κάθε πορτάκι υπήρχαν οι κακές πράξεις που είχε διαπράξει κάθε άνθρωπος της πόλης. Έπαιζαν σαν ταινία μικρού μήκους με μικροσκοπικούς ηθοποιούς πιστά αντίγραφα των κατοίκων. Ο Ουρβάνος παρακολουθούσε με μια αλλόκοτη περιέργεια το θέαμα που του προσφέρονταν πίσω από κάθε πορτάκι.  Κάποιες πράξεις ήταν απολύτως ειδεχθείς, άλλες πιο υποφερτές άλλα όλες δόλιες, πανούργες και κατάμαυρες. Όταν επιτέλους τελείωσε ο Ουρβάνος βγήκε στο κεντρικό μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει τα ονόματα όλων των κατοίκων συνοδεύοντας τα με πλήρη αναφορά του τι είχε διαπράξει ο καθένας. Η πόλη πρώτα αισθάνθηκε κάθε δρόμο και δρομάκι της να ανατριχιάζει και μετά ήρθε η υστερία. Ο Ουρβάνος  είχε ανακοινώσει όλες τις ντροπές τους εκτός από τη δικιά του. Το ποταπό και βδελυρό φίδι! Ο άθλιος υποκριτής και καταχθόνιος ρουφιάνος. Όταν το πλήθος εισέβαλε εξαγριωμένο στο σπίτι δίχως κανένα αόρατο τείχος να τους εμποδίσει αυτή τη φορά, δεν ήξεραν ότι δε θα έβγαιναν έξω ποτέ ξανά. Το σπίτι τους μάσησε, τους κατάπιε και ούτε καν έφτυσε τα κόκκαλά τους. Τα κόκαλα κάνουν πάντα την καλύτερη σούπα. Ο Ουρβάνος πεινούσε πολύ και το δικό του πορτάκι ανήκε στο φούρνο που στόλιζε το κέντρο του δωματίου.


Aug 4, 2023

Τα Μακαρόν της Κόλασης




ΚΑΘΕ μέρα κλέβω ένα μικρό κουτί μακαρόν από το ψυγείο του μίνι μαρκετ. Ο ιδιοκτήτης τα βάζει κοντά στα προϊόντα βαθιάς ψύξεως, σε ένα σημείο που δεν το πιάνει καλά η κάμερα. Το κρατώ για λίγο στο χέρι, δήθεν για να διαβάσω τα αναγραφόμενα συστατικά και τη στιγμή που κάποιος άλλος πελάτης πλησιάζει χώνω το κουτί γρήγορα στην τσέπη μου. Ένα τόσο δα μακρόστενο κουτάκι με τρία θεϊκά μακαρόν μέσα. Συνήθως προτιμώς τις γεύσεις λεμόνι και φράουλα. Τα μακαρόν είναι τα πιο νόστιμα γλυκά κατά τη γνώμη μου. Ο συνδυασμός τoy αμύγδαλου με το αλάτι και την κρέμα γέμισης, προκαλεί γευστικό παραλήρημα στον ουρανίσκο μου. Χρειάζομαι απαραιτήτως ένα κουτάκι κάθε μέρα. Κάποιοι από τον κύκλο μου οι οποίοι γνωρίζουν αυτή μου τη συνήθεια, ισχυρίζονται ότι είμαι κλεπτομανής, κάποιοι άλλοι ότι είμαι νοσηρά τσιγκούνης. Δεν ισχύει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. Η οικονομική μου κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από ευκατάστατη και τη γνωρίζουν όλοι. Μαζί με τα μακαρόν παίρνω ένα σωρό πράγματα τα οποία τα πληρώνω στο ταμείο κανονικά. Σε μια πρώτη ανάγνωση η ένοχη καθημερινή μου ρουτίνα μεταφράζεται όντως σε κλεπτομανία αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι και θα εξηγήσω τι εννοώ. Ονομάζομαι Βιττόριο Καρπάτσιο Θερειανός και δεν κλέβω τίποτα άλλο παρά μονο το μικρό κουτάκι μακαρόν επειδή ειναι το πιο εύκολο να κρυφτεί γρήγορα στην τσέπη μου, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο να πιαστώ επ’αυτοφώρω. Γεννήθηκα εδώ στη Ζάκυνθο, γόνος μια γνωστής οικογένειας ολίγον αντισυμβατικής. Ο πατέρας μου είχε τον μεγαλύτερο οίκο τελετών στα Επτάνησα και η μητέρα μου ασχολούνταν με την εραλδική τέχνη. Το ερέθισμα για το όνομά μου ήταν ο αναγεννησιασκός ζωγράφος Βιττόριο Καρπάτσιο τον οποίο ερωτεύτηκε η μητέρα μου από τη στιγμή που σ’ενα ταξίδι της στη Βενετία είδε τον πίνακα ο Άγιος Γεώργιος και ο Δράκος. Εξαιρετικός πίνακας εδώ που τα λέμε! Πραγματικό αριστούργημα. Τον ερωτεύτηκα κι εγώ αργότερα όταν άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο γύρω μου. 

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ, η απόδοση, η κίνηση, είναι όλα εμπνευσμένα από την πραγματική κόλαση γιατί είμαι βέβαιος ότι η κόλαση κάπως έτσι θα είναι. Ο ξανθός Άγιος Γεώργιος, σαν άλλος Σίσσυφος, θα είναι επιφορτισμένος να σκοτώνει σε μια αιώνια λούπα τον μαυροκαμμένο, αποτρόπαιο δράκο την ώρα της χώνεψής του, αφού έχει κατασπαράξει κάμποσες βασανισμένες ψυχές. “Θεσπέσιος”, είχε αναφωνήσει με άκρατο ενθουσιασμό η μητέρα μου όταν πρωτοαντίκρυσε την απεικονιζόμενη σκηνή, “ποιος είναι ο ζωγράφος;” και κάπως έτσι αποφασίστηκε το όνομά μου. 

ΕΠΙΘΥΜΩ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, της αδύναμης και άθλιας ψυχής μου, να βρεθώ σε αυτό το μέρος ώστε να μπορέσω να δω και να βιώσω από πρώτο χέρι τη μοναδικότητα των καταραμένων χρωμάτων, τον κίτρινο αέρα, τα σχεδόν πράσινα μαλλιά του Αγίου που ανεμίζουν κάτω από τον χλωμό αρρωστιάρικο ουρανό, την κοκκινωπή μαυρίλα του αλόγου και την ώχρα των ξεσκισμένων πτωμάτων. Διαισθάνομαι ότι ο ζωγράφος έκρυψε τον ίδιο τον διάβολο μέσα στο άλογο κι ας πιστεύουν όλοι ότι το κακό βρίσκεται στον δράκο ο οποίος είναι ξεκάθαρα ένας αντιπερισπασμός, ένα tromp l’oeil, που έπρεπε να ζωγραφιστεί για να ρουφήξει όλη την προσοχή του θεατή από το απόλυτο σκοτάδι το οποίο παραμένει επιτυχώς μεταμφιεσμένο. Έχοντας περάσει πια τα σαράντα τολμώ να εκμυστηρευτώ πως αυτή η αλλοπρόσαλλα όμορφη σκηνή είναι ο προορισμός της ψυχής μου και ο έρωτας που δε θα αισθανθώ ποτέ για κανένα ανθρώπινο ον. Πλησίαζω αργά αλλά σταθερά σε αυτήν την κόλαση. Εάν κοιτάξετε προσεκτικά, βρίσκομαι μέσα στο καράβι, στο πίσω μέρος του πίνακα. Θα μπορούσα να είμαι ένας από τους καπετάνιους που πλοηγούν το σκάφος με κλειστά μάτια, δεμένοι στα κατάρτια ή ένας από τους επιβάτες που σε παραλήρημα δαγκώνουν ο ένας τον άλλον, ανίκανοι να εκφράσουν αλλιώς την έξαψη της γνώσης ότι πλησιάζουν στον παντοτινό τόπο από τον οποίο γεννήθηκε η αέναη δυστυχία τους. Αλλά όχι. Κατηγορηματικά όχι. Το καράβι αυτό είναι ναυλωμένο αποκλειστικά για μένα, γνωρίζει την πορεία του καλά, ξέρει που ακριβώς θα πιάσει λιμάνι και είναι φορτωμένο με κλεμμένα μακαρόν.

Jul 29, 2023

Το Κεφάλι που Σκάει (απόσπασμα)

 




ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ του Ερίκ, σκελετωμένα και γέρικα, γραπώνονταν στην κουρτίνα στα δεξιά του κρεβατιού του, όταν ξυπνούσε στη μέση της νύχτας, ασθμαίνοντας από τις συχνές ταχυκαρδίες ή ακούγοντας ήχους να εκρήγνυνται με απόκοσμη βοή στο εσωτερικό του κεφαλιού του. Ένα όπλο εκπυρσοκροτούσε στην κουζίνα του, μια βόμβα έσκαγε στο δωμάτιό του, κάτω από το κρεβάτι του, μια πόρτα έκλεινε με εκκωφαντικό θόρυβο, κάποιος ούρλιαζε αστάμάτητα. Ήταν πραγματικοί ήχοι που τον έκαναν να πετάγεται αλλόφρων από τον ύπνο του με δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου ή κάποιας υπερφυσικής κατάστασης. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί, τι ήταν αυτό που τον τρόμαξε ξυπνώντας τον. Ίσως να επρόκειτο για κάποιο όνειρο, ίσως και όχι. Πως είναι δυνατόν μια γυναίκα να στριγγλίζει στο διπλανό σπίτι αφού δεν υπάρχει κανένα διπλανό σπίτι; Κι όμως την άκουσα, δεν ήταν όνειρο σκεφτόταν, και δεν υπήρχε τίποτα ικανό να κλονίσει αυτή τη βεβαιότητα. 

ΤΑ ΚΑΜΠΑΝΑΚΙΑ ήταν ο ήχος που τον είχε ταράξει περισσότερο. Τα πρωτάκουσε καλοκαίρι, μια νύχτα ζεστή, χωρίς να φυσάει το παραμικρό αεράκι. Είχε τη συνήθεια να αφήνει πάντα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του ανοιχτό τα καλοκαίρια. Μισούσε τα κλιματαστικά, το κρύο τους που έκανε το σώμα του να τυλίγεται στα σεντόνια και το φριχτό θόρυβό τους. Ντιν, ντιν, ντιν, ντιν..Ο ήχος ήρθε από το εξωτερικό περβάζι. Έμοιαζε με τα μουσικά κουδουνάκια που φορούν οι τάρανδοι στις Χριστουγεννιάτικες ταινίες. Κουδούνιζαν με διαφορά δευτερολέπτων το ένα από το άλλο, αντηχώντας απόκοσμα εύθυμα στο σκοτάδι. Ο Ερίκ ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά τα είχε δει κιόλας. Μικρές καμπανίτσες, όλες περασμένες σε ένα τεντωμένο σύρμα που κρέμονταν από το τίποτα και το πουθενά. Το σύρμα τεντώνονταν και ταλαντεύονταν στον άερα, ξανά και ξανά, δίνοντας έτσι το ρυθμό στα κουδουνάκια να χορεύουν υστερικά, πολλαπλασιάζοντας ασταμάτητα τις δονήσεις τους.


ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ φορές συνέβαινε ανάμεσα στη μία και δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ερίκ ξυπνούσε διψώντας αφόρητα σα να είχε περπατήσει χιλιόμετρα μέσα στον ύπνο του. Ο ήχος τον στοίχειωνε με μια ανεξήγητη αγωνία και δεν τον άφηνε να ξανακοιμηθεί. 

Η πρώτη αποκλειστική είχε σηκώσει αδιάφορα τους ώμους όταν της το ανέφερε. Μμμ..κύριε Ερίκ ονειρεύεστε, παίρνετε πολλά χάπια και ο ύπνος σας είναι ανήσυχος. Οχι, εγώ δεν άκουσα κουδουνάκια. Τίποτα δεν άκουσα. Η δεύτερη αποκλειστική, μια μεγάλη γυναίκα από τη Βουλγαρία ήταν σίγουρη πως είναι ο ήχος των πεθαμένων που τον επισκέπτονταν κάθε τόσο. Γιατί να με επισκέπτονται οι πεθαμένοι κάθε τόσο Τατιάνα; Λες να έρχονται να με πάρουν και μένα; Η Τατιάνα γελούσε. Ω, όχι κύριε Ερίκ, δε λέω κάτι τέτοιο, κουταμάρες που οι άνθρωποι πιστεύουν στα χωριά της πατρίδας μου, ελάτε να αλλάξουμε τα ρούχα σας τώρα. Έχετε ιδρώσει.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δεν ονειρεύονται ήχους εκτός κι αν πάσχουν από το σύνδρομο της εκρηγνυόμενης κεφαλής. Ο γιατρός του ήταν βέβαιος ότι ο Ερίκ υπέφερε από αυτό το σύνδρομο το οποίο προκαλούσε έναν ύπνο δύσκολο, τρομακτικό, γεμάτο ηχητικά εφέ που έσκαγαν σχεδόν κάθε βράδυ βαθιά μέσα στον εγκέφαλο του Ερίκ. Τίποτα το ανησυχητικό Ερίκ, όπως γνωρίζουμε κι εσυ κι εγώ, έχεις πολύ άγχος και το άγχος πυροδοτεί διάφορες αντιδράσεις στον οργανισμό. Τίποτα που να μη διορθώνεται με ένα ελαφρύ υπνωτικό. Θα παίρνεις μια ταμπλέτα, δύο ώρες πριν τον βραδυνό σου ύπνο. Θα δεις, θα φύγουν ολα αυτά κι εσύ θα κοιμάσαι πιο καλά. 


ΟΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ οι πυροβολισμοί, οι στριγκλιές, οι πόρτες που έκλειναν με πάταγο, όλα σταμάτησαν. Η σιωπή θα τύλιγε τον ύπνο του Ερίκ αν δεν επέμεναν τα κουδουνάκια. Ένα χρόνο τώρα, τα άκουγε σχεδόν κάθε ημέρα. Δυνατά, εκκωφαντικά, πάντα χαρούμενα, με έναν ήχο που έκανε τη νύχτα να τρίζει από ευτυχία και τρόμο μαζί. Ανασηκώνονταν με κομμένη την ανάσα, τραβούσε λίγο την κουρτίνα και κοιτούσε όσο πιο μακριά μπορούσε στον νυχτερινό ορίζοντα, πάντα ελπίζοντας να βρει απο που προέρχονταν και ευχόμενος να μην το ανακαλύψει ποτέ. Τα άκουσες Τατιάνα; Δεν μπορεί να μην τα άκουσες! Ήταν ακριβώς έξω από το παράθυρο! Ώσπου τα άκουσε και η Τατιάνα. Σταυροκοπήθηκε ξαφνιασμένη και γούρλωσε τα μάτια της κυριευμένη από πανικό. Κάτι είπε στη γλώσσα της και τράβηξε τις κουρτίνες με όλη τη δύναμη του παχουλού της κορμιού. Το αίσθημα θριάμβου πλημμύρισε κάθε φλέβα του Ερίκ. Είδες; Είδες Τατιάνα; Είχα δίκιο, ούρλιαξε με όση ένταση είχε μέσα στα γέρικα πνευμόνια του.


Jul 24, 2023

Ο Άνθρωπος με το Σκάφανδρο (απόσπασμα)

 


Ο ΑΝΘΡΩΠΟς με το σκάφανδρο εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά στο σπίτι μου. Χτύπησε την πόρτα μου ένα μεσημέρι, συστήθηκε ως Βόδας Αλεξέι, απεσταλμένος του αυτοκράτορα και των συμβούλων του και στάθηκε αμίλητος να με περιεργάζεται από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών μου, έχοντας μια έκφραση αποτροπιασμού στο πρόσωπό του, συνδυασμένη με την πιο άτεγκτη αίσθηση καθήκοντος που έχει υπάρξει ποτέ στη γη.

ΦΟΡΟΥΣΕ μια παλιά εξάρτυση δύτη σαν αυτές που φορούσαν οι δύτες σφουγγαριών στα ελληνικά νησιά. Μια στολή άβολη και σίγουρα αστεία έτσι όπως φούσκωνε γύρω από το λαιμό και τα μπράτσα του κάνοντάς τον να μοιάζει με διαστημάνθρωπο. Στα χέρια του κρατούσε ένα παλιό σκάφανδρο από χαλκό, σίδερο και χοντρό γυαλί. Τα συναντά  κανείς στα παλαιοπωλεία που έχει ξεχάσει και ο ίδιος ο χρόνος ή σε κάποιο μουσείο. Έκπληκτη με το θέαμα δεν ήξερα τι να πω στην αρχή.  Τον ρώτησα τι θα ήθελε.


“ΚΥΝΗΓΩ τα ερπετά της θάλασσας και συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες έφτασαν στο παλάτι μας είπαν ότι είστε το χειρότερο και τρομακτικότερο απ’όλα.”.

Γούρλωσα τα μάτια μου, είχα μπροστά μου έναν κανονικό τρελλό. Του έκλεισα την πόρτα στη μούρη και συνέχισα τις δουλειές μου. 


ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ πρωϊ, ο Βόδας Αλεξέι ξαναβρισκόταν έξω από το σπίτι μου. “Τι θέλεις” του φώναξα δίχως να ανοίξω αυτή τη φορά. Το ματάκι της πόρτας με προστάτευε. “Είμαι ο Βόδας Αλεξέι, απεσταλμένος του αυτοκράτορα και των συμβούλων του. Κυνηγώ τα ερπετά της θάλασσας και συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες έφτασαν στο παλάτι μας είπαν ότι είστε το χειρότερο και τρομακτικότερο απ’όλα.” “Φύγε, θα φωνάξω την αστυνομία!” “Χα” έκανε μόνο πνικτά, δίχως καμία άλλη αντίδραση. “Φύγε!” ξαναφώναξα πιο δυνατά.

“Έχω αυστηρές εντολές να σας μεταφέρω στον αυτοκράτορα. Για αυτό το σκοπό έχω φέρει μαζί μου ένα δίκτυ, σε περίπτωση που αντισταθείτε.”Φαινόταν ήρεμος, παρά τις ασυναρτησίες που έλεγε. “Σας παρακαλώ φύγετε, δεν υπάρχει αυτοκράτορας, δεν υπάρχουν θαλάσσια ερπετά. Ποιος σας τα είπε αυτά τα πράγματα; Μην πιστεύετε ό,τι σας λένε. Θα ήταν καλό να δείτε ένα γιατρό.”  Ήλπιζα πως αρχίζοντας να του μιλάω στον πληθυντικό θα εξευγενίσω τις προθέσεις του.


“ΑΝΟΙΞΕ τρισκατάρατο κτήνος” απάντησε μονάχα, με τον πιο ατάραχο και γαλήνιο τρόπο.“Ο αυτοκράτορας κατασκεύασε αυτό το δίχτυ μόνο για σένα. Το έπλεκε και το ξέπλεκε για χρόνια, αναποφάσιστος και φοβισμένος μπροστά στη φήμη που έχεις ως τέρας των επτά ηπείρων και αναρίθμητων θαλασσών αλλά έφτασε ο καιρός πια. Άνοιξε λοιπόν γιατί θα αναγκαστώ να σπάσω την πόρτα. Πίστεψέ με δεν επιθυμώ να καταφύγω στη βία’’

Αναστέναξα. Ίσως αν του άνοιγα για λίγο και μιλούσα ευγενικά μαζί του, να έλεγε ό,τι είχε να πει και να με άφηνε ήσυχη. Ξεμαντάλωσα την πόρτα και τότε ο Βόδας Αλεξέι, με μια συντονισμένη κυκλική κίνηση των χεριών του πέταξε επάνω μου ένα σκληρό αστραφτερό δίχτυ που γρατζούνισε το πρόσωπό μου. “Μα τι κάνεις!’’ ούρλιαξα.

“ΚΑΙ ΤΩΡΑ’’ δήλωσε με επίσημο τόνο “σιχαμερέ όφι και βδελυρό ερπετό της θάλασσας με τις πενήντα γλώσσες και τις δέκα ουρές ακολούθησέ με δίχως άλλες αντιρρήσεις. Θα σε πάω στο κάστρο.”


Jul 20, 2023

Υποθαλάσσιο κυνοτροφείο

         


    Απ’ όταν ο σκύλος Σβέρο αποφάσισε να ζήσει κάτω από τη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να του αλλάξει τη γνώμη. Κανένας θρύλος για θαλάσσια αιμοβόρα τέρατα, καμία παραίνεση, και καμία φοβέρα δεν αρκούσαν για να τον μεταπείσουν. Δίχως να έχει εκφράσει καμία πρότερη επιθυμία να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, κατέβηκε στην αμμουδιά και απο εκεί, δίχως κανένα δισταγμό, προχώρησε καμαρωτά μες στο νερό. Σταμάτησε για λίγο να οσμιστεί τον αέρα, τίναξε αγέρωχα την κώμη του και μπλουμ βυθίστηκε κάτω από τη θάλασσα με μια θεαματική βουτιά. Δεν ξαναβγήκε ποτέ. 

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ο Σβέρο πήρε μια τέτοια απόφαση αλλά ήταν αυτός που ξεκίνησε ένα ολόκληρο ρεύμα θαλασσινής μετανάστευσης σκύλων με τέτοιο ρυθμό και τέτοια αποφασιστικότητα ώστε σε λίγους μήνες είχε δημιουργηθεί μια ολόκληρη υποβρύχια αποικία σκύλων κάθε ράτσας. Κάθε μέρα κόλει, χάσκι, κοργκ, βενάρδοι, τζακ ράσελ, γκριφόν, κανίς, λαμπραντόρ και δαλμάτιοι κατέβαιναν με ποδοβολητά τον στριφογυριστο κεντρικό δρόμο που έκοβε στα δύο την πόλη για να εξαφανιστούν αλυχτώντας στα βάθη του θαλασσινού ορίζοντα. Κάποιοι άνθρωποι έτρεχαν πίσω τους παρακαλώντας τα να σταματήσουν, κάποιοι άλλοι ανασήκωναν αδιάφορα τους ώμους τους. Υπήρχαν και οι τολμηροί που επιχειρούσαν να ακολουθήσουν τους σκύλους τους μέσα στο νερό αλλά οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν νωρίς. Ξανάβγαιναν κατάκοποι στην παραλία και ατένιζαν σιωπηλοί τη θάλασσα που κατάπιε το φίλο τους.

Η υποθαλάσσια αυτή συνοικία έγινε γρήγορα ένα ξακουστό τουριστικό θέρετρο. Κόσμος έρχονταν απο παντού για να δουν με τα μάτια τους τους θαλασσινούς σκύλους. Τι να κάνει άραγε ένας τέτοιος σκύλος κάτω από το νερό; Αναπνέει; Και αν ναι, τι άλλο κάνει;  Ομάδες δυτών ξεναγούσαν μικρά οργανωμένα γκρουπ τουριστών κάτω από το νερό. Οι άνθρωποι ήταν περίεργοι. Ήθελαν να δουν και να παίξουν με τα υποβρύχια σκυλιά που όχι μόνο δε δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν κάτω απο το νερό αλλά προσαρμόστηκαν με τέτοια ευκολία ώστε να αναρωτιέται κανείς αν οι σκυλοι αυτόι ήταν μακρινοί απόγονοι κάποιου θαλάσσιου κήτους. Οχι, επιβεβαιώναν ορισμένοι ειδικοί. Θαλάσσιοι ελέφαντες, θαλάσσιοι λέοντες, τόσα ζώα βρέθηκαν από τη ζούγκλα στον ωκεανό, γιατί όχι και οι σκύλοι; Κάποια μετάλλαξη, προφανώς στον γενετικό τους κώδικα. Σίγουρα έπρεπε να μελετηθεί αλλά ναι, μπορούσε να γίνει. 

Οι τουρίστες χαίρονταν και απολάμβαναν τα νάζια και τις τρέλλες των σκύλων που ξετρελλαμένοι από χαρά, μόλις έβλεπαν ανθρώπους, έκαναν του κόσμου τα κόλπα, λες και ήταν εκπαιδευμένα δελφίνια. Υποθαλάσσιες κυβισθήσεις, χοροπηδητά, βυθίσματα στην άμμο, σιωπηλά γαβγίσματα, γουρλώματα των ματιών, κρεμάσματα της γλώσσας, παράξενα τινάγματα, μέχρι και θεαματικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Όλα για να χαρούν οι άνθρωποι.

Η αλήθεια ήταν ότι αν κάποιος στεκόταν να παρατηρήσει καλύτερα τα κόλπα αυτά θα διεπίστωνε ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για κόλπα αλλά μάλλον για αλλόκοτη συμπεριφορά. Οι σκύλοι δε σταματούσαν ούτε δευτερόλεπτο. Βρίσκονταν σε μια μυστήρια έξαρση, σε ένα γκράντε ντελίριο, σαν κάτι να τους έκανε να παραληρούν και να φέρονται παρανοϊκά. Οι γκριμάτσες τους ήταν τρομακτικές. Οι κινήσεις τους ήταν οι κινήσεις ενός χαλασμένου παιχνιδιού που πασχίζει να σταθεί όρθιο αλλά σωριάζεται φαρδύ-πλατύ με κωμικό τρόπο, ξανασηκώνεται τρεκλίζοντας και πάλι από την αρχή. Κάποιο αόρατο παιδί πρέπει να έπαιζε μαζί τους έχοντας αποφασίσει να τα βασανίσει όσο χειρότερα μπορούσε κρατώντας τα με το ζόρι κάτω από το νερό αφού τα έχει πρώτα κουρδίσει.

  Ο δύστυχος Σβέρο ήταν αυτός που ψόφησε πρώτος. Με τα μάτια ανοιχτά και τη γλώσσα να κρεμιέται σαν αγχόνη, ξεβράστηκε ξαφνικά στην επιφάνεια της θάλασσας κάνοντας τους τουρίστες να αρχίσουν να τρέχουν τρομαγμένοι. Ήταν ακριβώς η στιγμή που απότομα σταματήσα να παίζω,  έβγαλα τα χέρια μου από το νερό, σηκώθηκα αργά, ξεδίπλωνοντας το ύψος του γιγαντιαίου παιδικού μου σώματος, τίναξα τα νερά από πάνω μου, και ξαναγύρισα πίσω στην παραλία έχοντας σκόπιμα αποφασίσει να αδιαφορήσω πλήρως για το υποθάλασσιο κυνοτροφείο μου. Συνειδητοποίησα πως η μεταμόρφωσή μου σε τύραννο ολκής ξεκίνησε εκείνο το χρονικό σημείο. 

Ρ.Μ., όνειρο 15

Image: The Tree in Me III, 2019, (detail), linden wood and acrylic paint, Christian Verginer

Jan 5, 2023

Τα είκοσι κάγκελα

Απόσπασμα

Οι συνάδελφοι της μητέρας μου μαζεύονταν σα σμήνος στο μικρό μας σαλόνι. Ήταν όλες μορφωμένες, με καλοπληρωμένες δουλειές, και καλές θέσεις. Α, η κόρη της Άλεξ έκαναν ξαφνιασμένες όταν διέκοπτα τις θορυβώδεις συνάξεις τους για να προσφέρω αναψυκτικά και μπισκότα. Ήμουν το εντελώς αντίθετο της μητέρας μου, πράγμα που τους προκαλούσε έκπληξη όσες φορές και να με έβλεπαν και ας με ήξεραν χρόνια οι περισσότερες. Αδύνατον να είναι κόρη της Άλεξ! Κοντή, ισχνή, με κόκκινα μαλλιά, φακίδες και ξεπλυμμένα πράσινα μάτια.  Η μπλε αντρική ζακέτα μου με το τριζάτο φερμουάρ ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Το ίδιο και η καρώ φούστα μου. Δε νομίζω να με είχαν δει με άλλη αμφίεση ποτέ.

“Είναι καλλιτέχνης” τις άκουγα να ψιθυρίζουν όταν κάποια καινούρια προστίθονταν στην παρέα. Ένας καλλιτέχνης στην οικογένεια κάνει τον οποιοδήποτε να αποποιείται των ευθυνών του. Τι φταίμε εμείς αν είναι συνεχώς χαμένη στα σύννεφα; Τι φταίμε εμείς αν δε χαμογελάει ποτέ της; Είναι στη φύση της, από μικρή ήταν λίγο περίεργη, όπως όλη αυτή η κατηγορία ανθρώπων. Μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων καθόριζε το ποιόν μου και το ποιόν μου επιβεβαίωνε τη δύναμη της κατηγορίας αυτής.

Το σαλόνι ήταν άδειο και έμοιαζε ακόμη μικρότερο απ’ο,τι το θυμόμουν. Οι τοίχοι είχαν ξεφλουδίσει και το πάτωμα, εκείνο το υπέροχο ξύλο, τώρα έδειχνε θαμπό και άγριο. Το μεγάλο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο ήταν ετοιμόρροπο. Ο μεσίτης  συνέστησε να διορθώσω ή να βγάλω εντελώς τα παραθυρόφυλλα γιατί κρέμονταν σα λαιμητόμοι πάνω από το πεζοδρόμιο. Ήταν ένας δρόμος που είχε πάντα μεγάλη κίνηση. Το ίδιο και το πάρκο απέναντι. Μόνο που τώρα ο κόσμος μέσα σε αυτό έδειχνε διαφορετικός. Πολλά βαμμένα κεφάλια, πολλά πλαστικά μπουφάν που ήταν σαν πολύχρωμα μπαλόνια. Καθόμουν στο παράθυρο και μετρούσα τα κάγκελα της τεράστιας πύλης που τα βράδυα έκλεινε. Είκοσι κάγκελα, εξήντα περίτεχνοι διάκοσμοι. Ο κόσμος μου μπορούσε να συνεχίζει να υπάρχει κάθε βράδυ. Ο αριθμός των διακοσμων σφράγιζε την ύπαρξή μου μέσα σε αυτόν. Σειρά είχαν οι περαστικοί. Όταν παρατηρούσα για ώρες τους ανθρώπους, οι περισσότεροι από αυτούς σταματούσαν το περπάτημα. Πολλοί άρχιζαν να χορεύουν και άλλοι πετούσαν ψηλά μέχρι που τους εξαφάνιζα από το όπτικό μου πεδίο. Ανθρώπινες τρίλλιες. Ήμουν τρισευτυχισμένη κάθε βράδυ. Εκείνη η πόρτα και ό,τι κινούταν γύρω της ήταν η αιωνιότητά μου. Η κίνηση των ανθρώπινων ποδιών είναι σαν την ποίηση. Κάθε πέλμα μια λέξη και κάθε ζεύγος ποδιών μια πρόταση. Έφτιαχνα ιστορίες με αυτά. Αργότερα άρχισα να φτιάχνω χορογραφίες, κουράζοντας τη μητέρα μου. Πάψε το στριφογύρισμα, με ζάλισες. Πρόσεχε θα πέσεις. Μα δεν κουράστηκες; Σταμάτα σε παρακαλώ, μου προκαλείς πονοκέφαλο. Η μητέρα μου ήταν ασθενική φύση αλλά έζησε μέχρι τα ενενήντα της. Πονούσε συχνά σε ακαθόριστα μέρη. Οι πόνοι της ήταν ιδιαιτέρως δυνατοί και ανεξήγητοι. Ο πατέρας μου τη φρόντιζε σα να ήταν ένα μικρό κακομαθημένο παιδάκι. Ειδικά όταν άλλαζε ο καιρός, αντιδρούσε σαν ετοιμοθάνατη. Τα παραπονά της έφταναν σε κρεσέντο όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Πονάω, δεν αντέχεται αυτός ο πόνος. Πρέπει να ξαπλώσω.  Πάλι αυτή τη φουστά φοράς; Βγάλτη από πάνω σου παιδάκι μου, θα πιστεύουν ότι δε σε προσέχω. Φυσικά και με προσέχεις μαμά. Έχω όλα τα καλά. Ως και πιάνο μου πήρες. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γαλλικών. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γερμανικών. Και μοντγκόμερυ που στοίχισε όσο ένας καλός μισθός. Όμως μου αρέσει αυτή η φούστα. Και αυτή η ζακέτα. Γιατί να φορέσω κάτι άλλο;

Τα μαλλιά μου πιάνονταν πάντα στο φερμουάρ της ζακέτας κι ενω πονούσα δεν τα έβγαζα από εκεί. Συνήθισα τον πόνο και δε με ενοχλούσε. Αστα κι αυτά να ζεσταίνονται σκεφτόμουν κι έχωνα τα χέρια μου στις τσέπες για να απολαύσω περισσότερο τη ζεστασιά εκείνου του ρούχου. 

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Πόση φασαρία μερικές φορές. Ένοιωθα τις ομιλίες και τα ποδοβολητά έτοιμα να σκεπάσουν όλο το διαμέρισμα σα βουβο γιγαντιαίο κύμα. Το ζεύγος με το μικροσκοπικό σκυλάκι, όλο γελάκια και αναφωνητά, ο βιαστικός γιατρός με τα μπλε γυαλιά και τα πεταχτά μάτια, η οικογένεια με το χαμογελαστό μωρό, κι εκείνη η καθηγήτρια που έβηχε ασταμάτητα καθώς στεκόταν στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε η μπορντώ πολυθρόνα της μαμάς στο χωλ, δίπλα από το τηλέφωνο. Ένα τηλέφωνο που χτυπούσε αστάματητα. Άλεξ, θέλω πάλι τη βοήθειά σου, εκείνη η υπόθεση με έχει εξαντλήσει. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες. Απίθανες λεπτομέρειες! Τι ώρα να περάσω; Θα είναι και η Ελβυ εκεί; Υπέροχα, θα φέρω μερικά κρακεράκια να τσιμπήσουμε. Κι έτσι το σαλόνι γέμιζε ως το βράδυ, με τη μαμά να κάθεται στο χαλί και να δίνει νομικές διαλέξεις. Όλοι ήθελαν τη συμβουλή της για κάτι. Ήταν το άστρο της νομικής επιστήμης. Τα πόδια της πλαγιαστά, στο χέρι κρατούσε πάντα ένα φθηνό στυλό και τα χαρτιά όλα πεταμένα κυκλικά στο χαλί. Η τράπουλα των δικογραφιών. Τραβήξτε μια να σας πω τι τύχη θα έχετε με αυτήν. Το σμήνος παραληρούσε. Μα τι μνήμη. Τι τακτική. Πόσες γνώσεις. Γιατί πουλάκι μου να μην πας να δουλέψεις στην τάδε νομική εταιρεία; Χρυσή θα σε κάνουν. Έχω την Τρίσα εγώ. Δε γίνεται αυτό. Ποιος θα φροντίσει την Τρίσα; Γυρνούσε και με κοιτούσε. Περίμενα το χαμογελο της αλλά δε χαμογελούσε ποτέ. Δυο διαπεραστικά μαύρα μάτια που μου τρυπούσαν την ψυχή ως το βάθος της. Γιατί πάντα η μαμά έβρισκε το πιο βαθύ μου σημείο, εκείνο που αν το σκάλιζες λίγο, ούρλιαζα δίχως σταματημό. Ακόμη και με τα μάτια της το ίδιο έκανε. Ήταν σαν κόλπο.


Sep 10, 2022

Ο φάρος που έγερνε 2


Την επόμενη ο φάρος έγερνε λίγο περισσότερο και τη μεθεπόμενη είχε πάρει κανονική κλίση. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο δημαρχείο αλλά το ότι θα έπρεπε να μιλήσω με κάποιον δημόσιο υπάλληλο που θα κρυφογελούσε πίσω από το ακουστικό δε μου φαινόταν και τόσο δελεαστικό. Ίσως να σήκωνε και το τηλέφωνο περιπαικτικά στον αέρα για να δείξει στους άλλους ηλίθιους στο τμήμα του ότι μιλάει με κάποια κούκου.


Άνοιξα την τηλεόραση.  Η κλίση του φάρου δεν ήταν πουθενά στις ειδήσεις. Κάθε λίγο άλλαζα κανάλι σίγουρη ότι θα είναι η πρώτη είδηση τουλάχιστον στα τοπικά νέα αλλά δεν υπήρχε κανένα ρεπορτάζ με ξεμαλλιασμένους ρεπόρτερ να τρέχουν με αλφάδια και μεζούρες γύρω από την περίμετρο του φάρου μπήγοντας κραυγές “ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ κυριες και κύριοι, ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ!”. Σκέφθηκα ότι η αδερφή του Μαργκό έκανε κι εκείνη κάποιους περίπατους ως το φάρο, σπάνια βέβαια αλλά ίσως είχε πάει προς τα εκεί τις τελευταιες ημέρες. Αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο. Μίλησα χωρίς περιστροφές. 


“Φλερύ η Σίλα είμαι, μήπως έχεις δει κάτι παράξενο στο φάρο;” Οχι, δεν είχε επισκεφθεί το φάρο πρόσφατα. “Σε παρακαλώ, πήγαινε στο παράθυρό σου και κοίτα προς το φάρο. Ναι, τωρα. Βλέπεις κάτι ασυνήθιστο;” Όταν απάντησε πως δε βλέπει κάτι το ασυνήθιστο και τέλος πάντων τι θέλω τώρα, για ποιο λόγο την πήρα τηλέφωνο,  δε σκέφτηκα πως είναι η γνώριμη, κρύα, παγωμένη, ξερή, πεθαμένη δίχως να το ξέρει, Φλερύ. Έκλεισα το τηλέφωνο απότομα. Πήρα μικρές ανάσες και ξαναπήγα στο παράθυρο της τραπεζαρίας.


Ήταν η κλασσική Φλερύ που ποτέ δε με συμπάθησε και βρήκε ευκαιρία να με ταράξει τώρα. Ο φάρος έγερνε. Το έβλεπα. Το ξαναέβλεπα. Έγερνε πολύ πλέον. Πως είναι δυνατόν να μην μπορούσε να το δει; Θυμήθηκα όταν την πρωτογνώρισα. Ψηλή, γεμάτη, με ηγεμονικό κεφάλι και ωραία λευκά χέρια. Πάνω από το αριστερό αυτί της ένα μικρό, πολυ σικ στεκάκι. Ήταν τυλιγμενη σε μια κασμιρένια εσάρπα. Χαίρω πολύ μου είχε πει τείνοντας μου το χέρι της όπως η βασιλισα τείνει το χέρι της στον αυλικό της. Της είχα φανεί μια απλοϊκή χωριάτισα, ήμουν σίγουρη για αυτό. Ο αδερφός της μπορούσε πολύ καλύτερα από εμένα. Ο Μαργκό την υπερασπίστηκε όταν του το είπα. Είχα ζωηρή φαντασία και ήμουν καχύποπτη με τους ανθρώπους.


Αποφάσισα να μην κοιμηθώ τη νύχτα. Θα έκλεινα τις βαριές κουρτίνες αλλά θα άφηνα μια ελάχιστη χαραμάδα απ’οπου θα μπορούσα να δω τι γίνεται. Γιατί ήμουν βέβαια ότι κάτι γίνεται. Ήταν ένα ανεξήγητο μυστήριο; Δεν υπάρχουν ανεξήγητα μυστήρια. Ήμουν αποφασισμένη να το ξεδιαλύνω το ίδιο βράδυ.



Aug 24, 2022

Ο φάρος που έγερνε, 1

Το όνομα μου είναι Σίλα. Μένω σε μια απομονωμένη περιοχή. Το σπίτι μου, ένα παλιό μουντό σπίτι με ξεβαμμένα πράσινα παράθυρα, βρίσκεται σχεδόν στην άκρη ενός γκρεμου πάνω από τη θάλασσα. Η θέα μου μέσα από το μεγάλο παράθυρο της τραπεζαρίας είναι ο φάρος της Μαύρης Γάτας, ονομασία που οι ντόπιοι επινόησαν και μόνο οι ντόπιοι χρησιμοποιούν. Κάποια μαύρη γάτα κάποτε υποθέτω. Παραμυθάκια για παιδιά.


Είναι
ένας φάρος πολύ επιβλητικός. Μοιάζει περισσότερο με προπύργιο και όχι με φάρο. Χτισμένος με γκρι πέτρα που έχει σκουρύνει από την πολυκαιρία και ολόλευκα μακρόστενα παράθυρα. Έχει ένα πολύ μεγαλοπρεπές μπαλκόνι που μου εξάπτει την περιέργεια. Θα ήθελα να ανέβω εκεί και να χαζέψω τη θάλασσα από τόσο ψηλά και κοντά. Κάποτε προσπάθησα να πάρω άδεια επίσκεψης αλλά η υπάλληλος στο δημαρχείο γέλασε όταν της το είπα. Μια αντιπαθέστατη, ηλίθια κοκκινομάλλα που σίγουρα γουργούριζε μέσα της με ευχαρίστηση πιστεύοντας ότι τα μακρυά της νύχια βαμμένα στο χρώμα του σάπιου χώματος και η τεράστια πέτρα αχάτη στο βραχιόλι της αναβόσβηναν τις λέξεις ‘’δημόσιο κύρος” πάνω από το κεφάλι της. Θα μπορούσε απλά να μου πει οτι ο φάρος είναι μη επισκέψιμος αντί να χασκογελάσει. Έχω μάθει όμως να αγνοώ την αγένεια των ανθρώπων από μικρή. Προσποιούμαι ότι δεν την παρατηρώ και έτσι υποχωρεί γρηγορότερα.



Ο φάρος είναι κυλινδρικός με ύψος σαράντα μέτρα. Ένα μακρύ στενό δρομάκι οδηγεί σε αυτόν. Τα απογεύματα μου αρέσει να περπατώ ως εκεί. Περπατώ αργά και χαλαρά. Δε σκέφτομαι ποτέ πράγματα που έγιναν στο παρελθόν ή πράγματα που έχουν σχέση με το παρόν. Δε σκέφτομαι ούτε το μέλλον. Δε σκέφτομαι τίποτα. Το κεφάλι μου είναι κενό και νομίζω μόνο τότε είμαι σε απόλυτη ευφορία. Μακάρια θα έλεγα. Οι ήχοι των κυμάτων και του άερα με πλημμυρίζουν από τα νύχια ώς την κορυφή του κεφαλιού μου. Σταδιακά, σαν την παλίρροια. Πατούσες, γόνατα, γοφοί, κοιλιά, στήθος, στόμα, αυτιά, μάτια. Με εξάπτει αυτή η ανοδική πλημμυρίδα. Νοιώθω ότι μουδιάζω, έχω ακριβώς την ιδια αίσθηση όπως όταν ξυπνάω έχοντας πατήσει το χέρι μου μές στον ύπνο μου . Κάποιες φορές κοντοστέκομαι και αφήνομαι στον αέρα. Τα ρούχα μου ανεμίζουν, χτυπούν επάνω στο σώμα μου κάνοντας φασαρία σαν τρελλά, εγώ διπλώνω τα μπράτσα μου μπροστά στο στήθος, κλείνω τα μάτια σφιχτά και απλά κάθομαι εκεί με τον αέρα να εισβάλλει σα δαιμόνιο σφυρίζοντας βαθιά μέσα στα αυτιά μου. Σίγουρα αν κάποιος με έβλεπε θα αναρωτιόταν τι κάνω ακίνητη τόση ωρα αλλά δεν υπάρχει ποτέ κανείς. Είμαι πάντα μόνη μου. Η μοναχική περιπατήτρια. Έτσι με έλεγε ο Μαργκό. Σιγά τον ευφάνταστο χαρακτηρισμό. Ο Μαργκό αρέσκονταν σε τέτοιους λεκτικούς ρομαντισμούς. Εγώ αρέσκομαι στα περίεργα. Το πρώτο πράγμα που με τράβηξε κοντά του ήταν το ότι του είχαν δώσει γυναικείο όνομα.

Το πιο περίεργο όμως πράγμα νομίζω ότι συνέβη λίγες ημέρες πριν. Κοιτώντας ένα πρωί μέσα από το παράθυρο της τραπεζαρίας, διαπίστωσα πως ο φάρος έδειχνε διαφορετικός. Στην αρχή δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που τον έκανε να δείχνει αλλιώτικος αλλά όταν κατάλαβα, αισθάνθηκα κεραυνοβολημένη. Ο φάρος έγερνε ελαφρώς προς τα αριστερά. Σχεδόν ανεπαίσθητα. Σαν ένα τεράστιο χέρι να τον είχε σπρώξει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Άνοιξα τον υπολογιστή μου κι έψαξα αν κάποιος σεισμός είχε γίνει κάπου κοντά αν και ήξερα ότι ακόμη και κάτι τέτοιο να είχε συμβεί θα ήταν αδύνατον ο φάρος να είχε γείρει. Η αιτία που εψαχνα ήταν ηλίθια αλλά ήμουν τόσο αναστατωμένη που δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κανένας σεισμός.

Την επόμενη ο φάρος έγερνε λίγο περισσότερο. 


image: Portrait of Margaret Schilling
Collage: R.B.

Jul 30, 2022

Το πτώμα του κύριου Νι





Το πτώμα του κύριου Νι βρέθηκε στην αμμουδιά, στις αρχές ενός φθινοπωρινού πρωινού. Μια γυναίκα που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο της αντίκρυσε το μακάβριο θέαμα και ειδοποίησε την αστυνομία. Ένας δημοσιογράφος ονόμασε το πτώμα κύριο Νι από το μονόγραμμα στην μπροστινή τσέπη της ζακέτας του. Ο κύριος Νι είχε ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα, ανοιχτά καστανά μαλλιά, ζωηρά χείλη σα να μην είχε μόλις πεθάνει, και εξαιρετικές μακριές βλεφαρίδες που έκλειναν μελαγχολικά πάνω στα μάτια του, κάνοντάς τον να φαίνεται σα να κοιμάται. Φορούσε ακριβά ρούχα και παπούτσια λευκά ολ σταρ βρεγμένα από τους πλαφασμούς των κυμάτων. Κανείς δεν τον ήξερε, ούτε τον είχε ξαναδεί στην περιοχή. Δεν υπήρχε ταυτότητα επάνω του, πορτοφόλι ή κάποιο άλλο έγγραφο. Τίποτα που να μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία στη διαδικασία ταυτοποίησής του.


Τα παρακάτω βρέθηκαν μέσα στις τσέπες του παντελονιού του όταν μια αστυνομικός, ακολουθώντας την τυπική διαδικασία, έψαξε τα ρούχα του: ένα σκισμένο εισιτήριο λεωφορείου, μια συσκευή ατμίσματος, δυο χαρτομάντηλα, και το κιτρινισμένο απόκομμα ενός παλιού περιοδικού το οποίο αναφερόταν στις μπλε κίσσες. Όλα τοποθετήκαν προσεκτικά μέσα σε ένα διάφανο σακκουλάκι τύπου ζιπ λοκ.  Τίποτα όμως δε μπόρεσε να βοηθήσει την έρευνα για το ποιος ήταν ο κύριος Νι, έστω και στο ελάχιστο. Κάποια άρθρα που μιλούσαν για το όμορφο πτώμα, δημοσιεύθηκαν στον τοπικό τύπο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πέρα από κάποιες συζητήσεις στα καφέ της πόλης. Η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση γρήγορα.  


Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε ότι ο νεκρός είχε ελαττωματική καρδιά. Κανείς δεν τον αναζήτησε οπότε το πτώμα του κύριου Νι έμεινε στα αζήτητα και μετά από κάποιες εβδομάδες αποτεφρώθηκε, σύμφωνα με τα κυβερνητικά πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις. Η στάχτη του βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης Μαρπλ μέσα σε μια φθηνή μπεζ τεφροδόχο. Τα ρούχα του κάηκαν και αυτά στην κλίβανο μιας δημαρχιακής αποθήκης. Το απόκομμα του περιοδικού έμεινε ή ξεχάστηκε μέσα στον αστυνομικό φάκελο μαζί με τη φωτογραφία του πτώματός του, στο ράφι 123 της αρχειοθήκης.


“Η μπλε κίσσα είναι ένα πουλί το οποίο ζει στη Βόρειο Αμερική. Είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ίσως προς το μέτριο και έχει ένα χαρακτηριστικό δυνατό κρώξιμο. Πολλές φορές μιμείται τη φωνή του γερακιού. Ίσως το κάνει για να ειδοποιήσει άλλες μπλε κίσσες για την παρουσία ενός γερακιού στην περιοχής, ίσως όμως το κάνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Μερικοί πρεσβύτεροι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι όταν εντοπίζεις μια μπλε κίσσα κοντά στο σπίτι σου είναι μια προειδοποίηση ότι κάποιος εύχεται να πάθεις κακό.”


Κάτω από την παράγραφο υπήρχε μια φωτογραφία με δυο μπλε κίσσες. Ο κύριος Νι είχε κυκλώσει τα ράμφη τους μέσα σε αχνό μαύρο μαρκαδόρο. Στο κεφάλι της πιο μεγάλης κίσσας είχε σχεδιάσει ένα περίτεχνο στέμμα.


“Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Εθνικό Σύστημα Αγνοουμένων και Μη Ταυτοποιημένων Προσώπων υπολογίζεται ότι 4.400 άγνωστα πτώματα βρίσκονται ετησίως, με περίπου 1.000 από αυτά τα πτώματα να παραμένουν αγνώστων στοιχείων μετά από ένα χρόνο».


Collage: Regina Bou

Original Photograph: Karl Casson



Jul 25, 2022

Ο καθρέπτης






Βραδινή
ρουτίνα. Ο Κασμίρ πλένει το πρόσωπό του πριν παει για ύπνο, κλείνει τη βρύση και ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη. Περνά το χέρι του πάνω από τα μάγουλά του, ανασηκώνει λίγο το πηγούνι και γλιστρά τη γλώσσα πάνω από τα ούλα της επάνω σιαγόνας. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι. Η αντανάκλαση του τον κοιτά, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις, σα να προσπαθεί κι εκείνη να σκεφτεί κάτι. Είναι κουρασμένος, θα ήθελε να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια. Μισοκλείνει τα βλεφαρά του, συνεχίζοντας να κοιτά το είδωλό του. Και τότε τραντάζεται από εκείνο το τρομερό σφυροκόπημα που περνάει σα ρεύμα μέσα από το κέντρο του κεφαλιού του, κατεβαίνει αστραπιαία στο λαιμό και απλώνεται σαν παφλασμός στο στέρνο και στους ώμους του. Ζαρώνει ασυναίσθητα. Η ανάσα του επιβραδύνεται. Ξανασηκώνει τα μάτια του στον καθρέπτη. Κάποιος άλλος είναι εκεί και τον κοιτάει με βλέμμα που ο Κασμίρ δε θυμάται να έχει ξαναδεί σε άνθρωπο. Δεν είναι ούτε ένα βλέμμα καλό, ούτε ένα βλέμμα κακό. Είναι το απόλυτο κενό, κάτι μαύρο και απροσδιόριστο που αν θέλει να περιγράψει θα πρέπει να πέσει μέσα του, οπως πηδά ένας τρελλός στην άβυσσο μόνο και μόνο από περιέργεια. Σκέφτεται ότι δεν είναι καλά, κάτι συμβαίνει. Μοιάζει σαν παραίσθηση, γιατί να έχει παραισθήσεις; Πιάνει την κορυφή του κεφαλιού του με τα δυο χέρια και κατεβάζει αργά τις παλάμες του κατά μήκος του προσώπου του. Τα μαγουλά του είναι στεγνά, αλλάζουν χρώμα. Παρατηρεί συνεπαρμένος το πλάσμα που τον κοιτά κατάματα από τον καθρέπτη. Έχει την αίσθηση ότι τον κοιτάζει κάποιο ζώο μέσα από εκεί, ένα ζώο που είναι το ίδιο ξαφνιασμένο και περίεργο όσο αυτός. Βγάζει ελαφρά τη γλώσσα του έξω, γέρνει μπροστά. Το μετωπό του σχεδόν ακουμπάει το γυαλί, πάνω στο άλλο μέτωπο. Όχι, είναι σίγουρα κάποιος άλλος μέσα στον καθρέπτη, σίγουρα.  Ένα δέρμα φορεμένο πάνω από την ψυχή του, ένα δέρμα που πρώτη φορά βλέπει, το δικό του δέρμα δεν είναι έτσι, αυτό είναι σίγουρο! Αισθάνεται βαρύς, αργός, σα να μην έχει υπόσταση, σα να μην υπάρχει πια, λες κι η αντανάκλαση τον τρώει σιγά σιγά. Κι αν όντως κάτι τέτοιο γίνεται; Ως κι η ανάσα του στερεοποιείται. Ενα, δύο, τρία, θα αρχίσει να εκπνέει πέτρες κι όχι αέρα. Γιατί αισθάνεται να τον κατακλύζει τέτοια απελπισία με τόση σφοδρότητα ξαφνικά; Πρέπει να σταματήσει να κοιτάζει στον καθρέπτη. Τινάζεται προς τα πίσω.


Την επόμενη ημέρα τηλεφωνεί στο γιατρό. Του ζητά να του κόψει τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Το είχε ξαναζητήσει αλλά ο γιατρός επέμενε να συνεχίσει να τα παίρνει. Μόνο για μερικούς μήνες ακόμα. Αυτή τη φορά όμως ο Κασμίρ  δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκεται να τον ακούσει, θα τα κόψει θέλει δε θέλει. Ο γιατρός εξανίσταται, χρειάζεται σταδιακή προσαρμογή του εξηγεί, θα πρέπει να τα κόψει με πρόγραμμα αλλιώς ο οργανισμός του θα αντιδράσει άσχημα. Πρώτα θα τα μειώσει κατά ένα την ημέρα, να περάσουν δυο εβδομάδες, μετά άλλο ένα ακόμα και ούτω καθεξής.  Ο Κασμίρ συμφωνεί αν και νοιώθει απογοητευμένος. Θα προτιμούσε να πάρει το φιαλίδιο και να το πετάξει στα σκουπίδια την ίδια ημέρα.

Με το στυλό που είχε αγοράσει πέρυσι από το αγαπημένο του χαρτοπωλείο γράφει “ο άγνωστος του καθρέπτη” πάνω στο καπάκι με ψιλούλια γράμματα. Ξεχνάει τα πάντα για δυο μήνες, ώσπου να πάρει και το τελευταίο χάπι. Την ίδια νύχτα ονειρεύται τον άγνωστο του καθρέπτη, να τον τραβά από το χέρι για να τον ξεναγήσει σε μια παράξενη πόλη κτισμένη στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η πόλη είναι γεμάτη φαρδείς δρόμους και χτιστές ελικοειδείς σκάλες. Κόσμος κάνει περίπατο πάνω κάτω. Όλοι χαιρετούν τον Κασμίρ καθώς περνούν από δίπλα του και ο Κασμίρ ανταποδίδει με ευγένεια και ανακούφιση. Τα πάντα, σε όποια κατεύθυνση και να περπατήσει, οδηγούν στο ίδιο σημείο: την κορυφή του βράχου απ’όπου ο Κασμίρ αρέσκεται να χαζεύει τη νυχτερινή θάλασσα. Μια καρέκλα βρίσκεται σταθερά εκεί πάνω, ένας θρόνος προσωπικός. Ο Κασμίρ κάθεται και αγναντεύει την κίνηση των νερών. Κάθε που έρχεται η άμπωτη συμβαίνει κάτι περίεργο. Η θάλασσα σηκώνεται και φουσκώνει σε σχήμα μπάλλας με μια απότομη κίνηση και ξαφνικά απορροφάται το ίδιο απότομα μέσα σε μια γυάλα από κίτρινο φως. Η γυάλα και το φως φαίνονται ότι αναδύονται από το βυθό και κάνουν ένα θόρυβο τόσο γλυκό και παρηγορητικό ώστε ο Κασμίρ νοιώθει να λιγώνεται. Το όνειρο επαναλαμβάνεται δίχως καμία αλλαγή σχεδόν κάθε νύχτα. Ο Κασμίρ έχει μάθει πια να ανυπομονεί για αυτές τις ξεναγήσεις. Κάποιες φορές τις κάνει ο άγνωστος ενώ κάποιες άλλες φορές τις κάνει ο Κασμίρ στον άγνωστο.


Image: Charlotte Colbert


Jan 3, 2021

Μια νύχτα για κροκόδειλους (a)

 

movie: Crawl

Τη νύχτα που η πόλη πλημμύρισε, πολλοί βγήκαν στα μπαλκόνια τους για να χαζέψουν το θέαμα. Το νερό εισέβαλε ορμητικό στα σπίτια και στα καταστήματα παρασύροντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα  βάρκες με τα αρχικά Κ.Υ. (κρατική υπηρεσία) εμφανίστηκαν στα πλημμυρισμένα στενά.

Κρατικοί υπάλληλοι με κίτρινα αδιάβροχα και φακούς στα κράνη κωπηλατούσαν αδιάκοπα όλη τη νύχτα, μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή. Ο μοναδικός ήχος που ακούγονταν ήταν το ρυθμικό γλίστρημα των κουπιών στα νερά. Δεν άργησε να γίνει γνωστό ότι οι άντρες έψαχναν για κροκόδειλους. Στο άκουσμα αυτής της εξωφρενικής είδησης οι κάτοικοι γέλασαν και ξαναμπήκαν στα σπίτια τους. Κροκόδειλοι δεν υπήρχαν σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος και μάλλον είχε γίνει είτε λάθος, είτε επρόκειτο πάλι για τη συνηθισμένη κακοδιαχείριση κρατικών πόρων. Η κοντινότερη λίμνη με κροκόδειλους ήταν 4.500 χιλιόμετρα μακριά. Ωστόσο όλοι έπρεπε να μείνουν στα σπίτια τους μέχρι νεοτέρας διαταγής, για λόγους ασφάλειας.

Αυτοί που είχαν βγει στα μπαλκόνια τους για να χαζέψουν την πλημμύρα, ξαναβγήκαν για να γιουχαΐσουν τους κρατικούς υπαλλήλους. Τα πρόσωπά τους αντιπροσώπευαν το μισητό κράτος που τόσο γρήγορα και δίχως πολλές σκέψεις αποφάσισε να κλείσει τους πάντες στα σπίτια τους. Πέτρες πετάχτηκαν στα κίτρινα κράνη των υπαλλήλων, ορισμένοι κάτοικοι τους απείλησαν μέχρι και με κάτι παλιές καραμπίνες που έκρυβαν στα πατάρια, άλλοι ούρλιαζαν, δεν είναι κατάσταση αυτή, δεν μπορούμε να κλειστούμε σπίτια μας επειδή νομίζετε ότι υπάρχουν κροκόδειλοι εδώ, δεν υπάρχουν, είναι γνωστό, τι ανοησίες είναι αυτές τέλος πάντων;

Οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν οδηγίες να μη δίνουν σημασία για να μην οξυνθούν τα πνεύματα και έτσι συνέχιζαν ανενόχλητοι και αμίλητοι να κωπηλατούν.  Τα κουπιά κυλούσαν κυκλικά από τον αέρα στο νερό και ο βαρύς ήχος τους τάραζε τις λάσπες που είχαν κατακαθίσει στον πάτο των πλημμυρισμένων δρόμων. Όταν πιάστηκε ο πρώτος κροκόδειλος και μετά ο δεύτερος, επικράτησε αναστάτωση. Μα πως κολύμπησαν ως εκεί αυτά τα διαβολικά πλάσματα; Αποκλείεται να ήρθαν μόνα τους. Η κυβέρνηση τα έφερε για να μας κλείσει μέσα. Αυτό είχε μια δόση αλήθειας. Ο κυβερνήτης, ένα μούτρο ολκής, που του άρεσε να φαντάζεται ότι είναι αριστοκράτης περιωπής, περιεργάζονταν εδώ και καιρό διάφορα τεχνάσματα τα οποία θα μπορούσαν να μετριάσουν, έστω και προσωρινά, τη γενική δυσφορία του λαού προς το πρόσωπό του. Λ-α-ό-ς πρόφερε αργά και ανατρίχιαζε ολόκληρος με αποστροφή. Χμ..Λαός. ΛΑΟΣ. Η κρατική υπηρεσία αναγραμματισμού εύκολα βρήκε ότι αν η λέξη αναγραμματιστεί, δίνει τις λέξεις σόλα και λάσο. Ολοφάνερα σημαδιακό, σκεφτόταν ο κυβερνήτης φτιάχνοντας τη γραβάτα του με ντακφέις και ανυψωμένο πηγούνι μπροστά στον κυβερνητικό καθρέπτη.

Dec 26, 2020

Το πρωτόκολλο της οδού Καλλιδρομίου

 

Kimhotep


            Επίτηδες προκάλεσα το επεισόδιο. Σκέφτηκα πως αυτή ήταν η  καλύτερη ευκαιρία που είχα. Έσπρωξα τον καφέ μου στο πλάι, το φλυτζάνι έπεσε στο πεζοδρόμιο και τα θραύσματα σκόρπισαν τριγύρω. «Προσέχτε λιγάκι» διαμαρτυρήθηκε δυνατά μια γυναίκα από το διπλανό τραπεζάκι. «Παίζουν και παιδιά εδώ, σας είδα που σπρώξατε το φλυτζάνι, μα είστε με τα καλά σας; Ορίστε, ο εγγονός μου δε φοράει κάλτσες, θα μπορούσε να είχε κοπεί.» Έσκυψε και άρχισε να σκουπίζει με μανία τα λιγνά ποδαράκια ενός νηπίου που στεκόταν όρθιο δίπλα της κοιτώντας σαστισμένο. «Α ναι;» τη ρώτησα ειρωνικά. Έπιασε το αγοράκι από το χέρι, σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι μου.«Σας είδα ότι σπρώξατε τον καφέ σας, ακριβώς στο σημείο όπου ο εγγονός μου έπαιζε. Γιατί το κάνατε αυτό;» Αντί άλλης απάντησης τινάχθηκα από το κάθισμά μου και τη χαστούκισα δυνατά. Τόσο δυνατά που το ένα σκουλαρίκι της, εκσφενδονίστηκε στα γύρω τραπέζια. Το αγοράκι άρχισε να κλαίει, εκείνη έκανε ένα  σπαρακτικό «αχ» και οι πελάτες έμειναν εντελώς σιωπηλοί για δύο δευτερόλεπτα. Ύστερα ακολούθησε φασαρία. Κάποιοι με τράβηξαν από το μανίκι, κάποιοι φώναξαν «βρε κάθαρμα, μεγάλη γυναίκα, έχει και μωρό παιδί μαζί της», «είναι ανισόρροπος, είναι βλαμμένος!» «την αστυνομια, την αστυνομία!».


Όταν με πήγαν στο τμήμα χαμογελούσα ευχαριστημένος. Το χαμόγελο μου ήταν αινιγματικό, το ονομάζω μειδίαμα της Τζοκόντας και είχα κάνει ιδιαίτερη εξάσκηση. Ένα απαλό στράβωμα του στόματος, αρκετά μυστηριώδες ώστε να εκφράζει την εσωτερική μου ικανοποίηση ως προς την έκβαση του περιστατικού αλλά να μην προκαλεί τα χειρότερα ένστικτα των αστυνομικών. Η αστυνομία πόλεων βρίθει τέτοιων ενστίκτων κι ευκαιρία ζητάει, όπως λέει και ο Βίκτωρ, ο καλύτερός μου φίλος. Ο Βίκτωρας  υποστήριζε με μεγάλη ζέση ότι υπάρχει ένας περίεργος αστικός μύθος για το τμήμα της οδού Καλλιδρομίου: σε μια από τις αίθουσες φυλάσσεται μια ζωντανή καρδιά, αλλά είναι τόσο καλά κρυμμένη ώστε κανείς δεν έχει μπορέσει ποτέ να τη δει, ούτε καν όσοι εργάζονται εκεί μέσα. Η καρδιά είναι φυσιολογικού μεγέθους, έχει βαλβίδες, έχει αρτηρίες, έχει ό,τι έχει μια κανονική ανθρώπινη καρδιά. Βρίσκεται κλεισμένη μέσα σε μια κρυστάλλινη προθήκη και κάποια βράδυα, όταν μέσα στο αστυνομικό τμήμα έχει απόλυτη ησυχία, ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος της ο οποίος μπορεί να τρελλάνει  κάποιον. «Γι’αυτό όσοι μπάτσοι δουλεύουν εκεί μέσα είναι τρελλαμένοι, μπαρούφες είναι ότι είναι τρελλαμένοι λόγω της περιοχής».


Όσο καιρό γνώριζα  το Βίκτωρα είχα πάντα την αίσθηση ότι δεν ήταν και πολύ στα καλά του, αλλά από την άλλη του αναγνώριζα το δικαίωμα να είναι εκκεντρικός ως καλλιτέχνης. Ρώτησα και άλλους για αυτόν τον αστικό μύθο, οι περισσότεροι έδειχναν να τον ξέρουν μόνο και μονο επειδή τους τον είχε διηγηθεί ο Βίκτωρ, κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι όχι ο μύθος δεν ήταν δημιούργημα του Βίκτωρα κι ότι κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα εδώ και πολλά χρόνια, σαν τους κροκόδειλους στους υπόνομους και τις εγχειρήσεις νεφρών μέσα σε μπανιέρες πολυκατοικιών.

Το σχέδιό μου ήταν να καταφέρω να μπω κάποιο βράδυ στο αστυνομικό τμήμα ως κρατούμενος. Υπήρχε ένα κομμάτι στην ιστορία το οποίο περιέγραφε ξεκάθαρα πως μπορούσε κάποιος να βρει τη μυστική αίθουσα. Το πέρασμα βρίσκονταν στα υπόγεια κρατητήρια. Όταν άνοιξαν τη σιδερένια πόρτα, άλλοι δύο κρατούμενοι βρίσκονταν ήδη εκεί. Με περιεργάστηκαν από την κορυφή ως τα νύχια, κάποιος κάτι μουρμούρισε αλλά δεν  έδωσα καμία σημασία. Βρισκόμουν σε υπερένταση. Ήμουν εκεί για κάτι  σπουδαίο και δεν είχα χρόνο για ο,τιδήποτε άλλο θα προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μου. Μου πέρασε η σκέψη ότι ίσως και αυτοί να βρίσκονταν στο ίδιο κελί για τον ίδιο λόγο. Ίσως είχαν σκαρφιστεί ένα κόλπο, όπως σκαρφίστηκα κι εγώ, για να μπορέσουν να αναζητήσουν αυτό που έψαχνα κι εγώ. Έριξα μια βιαστική ματιά στα πρόσωπά τους. Κανένα ίχνος ευφυϊας.

Κουλουριάστηκα σε μια γωνία. Το βλέμμα μου διέτρεξε προσεκτικά κάθε ελάχιστη ρωγμή του τοίχου και κάθε ανωμαλία στο δάπεδο. Πολύ πιθανόν κάτω από το υπόγειο να βρισκόταν ένα δεύτερο υπόγειο. Χτύπησα δυνατά την πατούσα μου στο πάτωμα. Ο ήχος ακούστηκε σα να στεκόμασταν πάνω στη φούσκα μιας μεγάλης κοιλότητας. Σηκώθηκα και αυτή τη φορά αναπήδησα με δύναμη. Τη στιγμή που οι φτέρνες μου προσγειώθηκαν στο δάπεδο μου φάνηκε ότι  αισθάνθηκα ένα ελαφρύ τρέμουλο στη μεριά του τοίχου. Οι άλλοι δύο με κοίταξαν άγρια. Τα πρόσωπά τους ήταν μουντά και βλοσυρά. Αυτός που είχε μουρμουρίσει πριν φώναξε μια βρισιά. Ξαναζάρωσα στη γωνία μου. Έπρεπε να περιμένω.


Όταν κοιμήθηκαν, πήγα και στάθηκα στο κέντρο του κελιού. Ο Βίκτωρ επέμενε πως υπήρχε μυστικό σύνθημα που άνοιγε την είσοδο προς την πολυπόθητη αίθουσα. Έσκυψα και κόλλησα το αυτί μου στα πλακάκια. Είδα το φρουρό απέναντι, με τα πόδια του τεντωμένα πάνω σε ένα σκαμπώ να με κοιτάει γελώντας. Έκανε κάποιες απαξιωματικές γκριμάτσες και αφοσιώθηκε ξανά στο κινητό του. Δοκίμασα με το άλλο αυτί και αυτή τη φορά ένα υπόκωφο κελάρυσμα, ακούστηκε σαν από μακριά. Γνώριζα πως δεν υπήρχε κανένα κλειστό ρέμα στην περιοχή. Έκλεισα τα μάτια μου και πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί περισσότερο. Το κελάρυσμα έγινε έντονος βόμβος τώρα.  Ένα πελώριο σμήνος εντόμων βρίσκονταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Από το εύρος του ήχου κατάλαβα πως επρόκειτο  για σφήκες οι οποίες κατεκλυζαν ένα τεράστιο υπόγειο δωμάτιο. Ίσως σπηλιά. «Δεν μπορεί», σκέφτηκα. Αυτό είναι αδύνατον. Πήρα αργές, βαθιές ανάσες εκπνέοντας κι εισπνέοντας τον αέρα όπως ο Βίκτωρ με είχε μάθει να κάνω για να ηρεμώ στις κρίσεις μου. Κράτησα την τελευταία μου ανάσα λίγο περισσότερο μέσα στο στέρνο μου πριν τη βγάλω έξω. Μόνο έτσι θα απέκοπτα τον εγκέφαλό μου από την επίδραση άλλων πιθανών εξωτερικών ήχων που μπερδεύονταν μεταξύ τους. Και τότε το άκουσα. Ο προηγούμενος βόμβος έσβησε απότομα. Ο μόνος ήχος που έμπαινε πια μέσα στο λαβύρινθο του αυτιού μου ήταν ένας ρυθμικός παλμός που αναπηδούσε κι έσφυζε ζωηρός κι ακράτητος κάθε δυο δευτερόλεπτα. Οι σφυγμοί μου άρχισαν να χτυπούν ξέφρενα. Είχα βρει την καρδιά για την οποία μιλούσε ο μύθος; «Το σύνθημα!» ακούστηκε επιτακτικά η φωνή του Βίκτωρα μέσα στο κεφάλι μου. Το σύνθημα, το σύνθημα! ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ! Δεν υπήρχε αέρας πια μές στα πνευμόνια μου. Δίχως να καταλάβω γιατί, ψιθύρισα το δικό μου ψευδώνυμο: «Γκουλ», ένα ψευδώνυμο που μου είχε δώσει ο Βίκτωρ και οι φίλοι του. «Είσαι Γκουλ ρε, πως λέμε κουλ, ε καμία σχέση» έλεγε ο Βίκτωρ και γελούσαμε όλοι. Ξαφνικά το όνομα αυτό είχε αποκτήσει μια άλλη υπόσταση κι υφή στα χείλη μου.


«Γκουλ» επανέλαβα πιο δυνατά και ο φρουρός μου έκανε νόημα να χαμηλώσω τη φωνή μου. «Γκουλ» στρίγγλισα τώρα, κάνοντας τον τοίχο να τρεμουλιάσει ξανά. Ένοιωσα κάθε δόνηση του βαθιά μέσα στις φλέβες μου. «Ε!» φώναξε αυστηρά ο φρουρός «σκάσε πια!» κι έκανε να σηκωθεί. Όμως εγώ βρισκόμουν πια κάτω από το πάτωμα και κανείς δεν μπορούσε να με δει. Κανείς δεν αισθάνθηκε τον τοίχο να τρέμει, κανείς δεν είδε το πάτωμα να ανοίγει σαν τεράστιο στόμα για να μου επιτρέψει να γλιστρήσω μέσα του. Ήμουν ευτυχισμένος, ήταν τόσο εύκολο τελικά να διεισδύσω στο πιο κρυφό μέρος του αστυνομικού τμήματος. Αρκούσε να ουρλιάξω το όνομά μου για να ξεκλειδώσω τα έγκατα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, βαθύ σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να αρχίσουν να συνηθίζουν τα μάτια μου και να μπορέσω να δω το περίγραμμα των χεριών μου. Στα πέντε λεπτά το σκοτάδι δε μου φαίνονταν πια τόσο πυκνό. Έκανα μερικά βήματα, σταμάτησα και προσπάθησα να προσανατολιστώ. Ο ρυθμικός ζωηρός παλμός που είχα ακούσει νωρίτερα είχε σταματήσει. Ξαναπροχώρησα προσεκτικά, με τα χέρια μου να ψαχουλεύουν για κάποιο διακόπτη τον οποίο τελικά βρήκα χωμένο σε ένα χτιστό κοίλωμα. Ένα άτονο πορτοκαλί φως φώτισε αμυδρά το χώρο και είδα πως βρισκόμουν σε ένα μακρύ και φαρδύ διάδρομο. Υπήρχαν κάποια ανοίγματα αριστερά και δεξιά που θα μπορούσαν να είναι είσοδοι σε άλλα δωμάτια. Αισθάνηκα ακόμη περισσότερο αποπροσανατολισμένος καθώς δεν ήξερα προς τα που έπρεπε να κατευθυνθώ. Σε ποιο ακριβώς σημείο είχε ακουστεί η καρδιά; Αν έμπαινα στη λάθος είσοδο και με οδηγούσε πάλι στον έξω κόσμο; Αυτό θα ήταν  θλιβερό. Να έχω καταφέρει να πλησιάσω το μυστικό των μυστικών και να μη το δω ποτέ επειδή διάλεξα μια λάθος πόρτα. Ένα υπόκωφο και απρόοπτο «ψιτ» με έκανε να τιναχτώ ακαριαία. «Έι κύριε, ελάτε παρακαλώ».

Στο βάθος του διαδρόμου στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας, καμπουριαστός και ετοιμόρροπος με ντεμοντέ παντελόνι και ένα σακάκι σα σακί. Κρατούσε κάποια χαρτιά στο χέρι του κι έψαχνε κάτι ανάμεσά τους. Το σουλούπι του ήταν πιο μελαγχολικό και από το πορτοκαλί φως που πλάκωνε το χώρο με θλίψη. Πλησίασα διστακτικά. Το προσωπό του έδειχνε στρυφνό και το αριστερό του μάτι πετάριζε λιγάκι. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και περιποιημένα αλλά μια βαριά αποφορά κλεισούρας αναδίδονταν από τα ρούχα του λες και τα φορούσε για αιώνες.  «Βρίσκεστε στον τομέα οκτώ και νομίζω θέλετε να πάτε στον τομέα δεκατρία.» Έστεκα βουβός. «Την καρδιά δεν ψάχνετε;» ρώτησε με αυστηρό τόνο. «Όπως όλοι» ψέλλισα, προσπαθώντας να φανώ ευγενικός. Ανέκφραστος τράβηξε ένα χαρτί από το σωρό που κρατούσε και μου το έδωσε μαζί με ένα στυλό. «Υπογράψτε και προχωρήστε. Στο βάθος θα βρείτε το γραφείο επικυρώσεων, εκεί θα σας βάλουν μια σφραγίδα.» Ένας εκνευρισμός μου έσφιξε τα μηνίγγια για λίγο. Επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο να βρω την καρδιά που κανείς δε γνώριζε σε ποιο ακριβώς σημείο φυλάσσονταν αλλά όλοι γνώριζαν ότι υπήρχε, οπότε σκέφτηκα ότι ήμουν διατεθειμένος να ανεχτώ μερικές σφραγίδες και γραφεία με υπαλλήλους που φοράνε τα παντελόνια κάτω από το στέρνο τους και μυρίζουν σαν κατακόμβες. Υπέγραψα το έγγραφο βιαστικά και έτρεξα προς το βάθος του διαδρόμου. Όπου και να κοιτούσα υπήρχαν είσοδοι (ή έξοδοι σκέφτηκα χαιρέκακα κι εγώ δε θα έπεφτα σε αυτήν την παγίδα) οι οποίες έχασκαν σαν οριζόντια πηγάδια αριστερά και δεξιά. Δεν ήξερα πως θα έβρισκα το γραφείο επικυρώσεων και δε θα το διακινδύνευα μπαίνοντας τυχαία σε μια οποιαδήποτε είσοδο. Συνέχισα να τρέχω ευθεία για αρκετή ώρα όταν μου έκοψε τη φόρα ένα χαμηλό σεκρετέρ τοποθετημένο καταμεσής. Πάνω του υπήρχε μια ταμπέλα με καλλιγραφικά γράμματα «ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙΣ». Ένας υπάλληλος που φορούσε ένα προπολεμικό κοστούμι  μου έκανε νεύμα να περιμένω. Άνοιξε με θεατρική μεγαλοπρέπεια ένα βαρύ ντοσιέ , έχωσε τη μούτη του μέσα ζαρώνοντας τη μύτη του κι έπειτα με κοίταξε ανέκφραστος. «Λοιπόν;» Έτεινα ανυπόμονος το χαρτί προς το μέρος του «Μου είπαν ότι πρέπει να βάλετε μια σφραγίδα.»

«Προσπαθώ να καταλάβω που θα ήταν καλύτερα.»

«Τι εννοείτε;»

Με ξανακοίταξε πιο έντονα αυτή τη φορά, σα να προσπαθούσε να μελετήσει το πρόσωπό μου.

«Έχετε ένα φαρδύ ωραίο μέτωπο με μεγάλες δυνατότητες, αλλά παρατηρώ ότι κι η μύτη σας δεν πάει πίσω. Τα πτερύγια στο πλάι των ρινικών κοιλοτήτων σας είναι ευρέα, φουσκωτά και εξόχως λεία, σαν πτερύγια θαλάσσιου ελέφαντα, ακριβώς ό,τι πρέπει δηλαδή. Πλησιάστε παρακαλώ.»

Τον υπάκουσα σαν υπνωτισμένος κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει μια σφραγίδα μέσα από το συρτάρι και να μου τη χτυπήσει στο δεξί ρουθούνι.

«Συνήθως σφραγίζουμε το μέτωπο, αλλά με τέτοια ρουθούνια δεν μπορούσα να χάσω την ευκαιρία. Προχωρήστε στο βάθος παρακαλώ, θα χρειαστείτε πρωτόκολλο.»

Νομίζω στο άκουσμα της λέξης «πρωτόκολλο» έχασα τα λογικά μου. Ή μπορεί να έφταιγε και το αιφνιδιαστικό σφράγισμα στη μύτη. Η κρίση με χτύπησε ξαφνικά και τόσο δυνατά που δεν πρόλαβα να εφαρμόσω καμία από τις τακτικές αποκλιμάκωσης του Βίκτωρα. Άρχισα να ουρλιάζω, να κλωτσάω το γραφείο μπροστά μου, επιτέθηκα στον υπάλληλο και τον άρπαξα από το σακάκι, αυτός είπε «σας παρακαλώ κύριε, συγκρατηθείτε, υπάρχει μια διαδικασία εδώ». Τον έλουσα με τις χειρότερες βρισιές που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, το στόμα μου είχε μεταμορφωθεί σε οχετό. Συνέχισα να τον ταρακουνώ από το σακάκι σαν τρελλός ώσπου εκείνος πάτησε ένα κουμπί πάνω στο σεκρετέρ κι αμέσως βρέθηκα να με τραβούν δυο άλλοι υπάλληλοι, προφανώς για να με πετάξουν έξω. «Όχι, όχι» άρχισα να κλαψουρίζω στη σκέψη ότι όλα θα πάνε χαμένα «σας παρακαλώ, υπόσχομαι θα είμαι ήρεμος, δεν ξέρω τι με έπιασε, δεν το έχω ξαναπάθει.» Φυσικά έλεγα ψέματα. Οι κρίσεις μου ήταν τόσο συχνές ώστε κάποιοι νόμιζαν ότι είμαι ψυχικά άρρωστος, το έλεγαν στο Βίκτωρα κι ο Βίκτωρ γελούσε «μη λέτε βλακείες, ο Γκουλ είναι το καλύτερο παιδί.» Ήταν τόσο συγκινητική κι ευγενική αυτή του η πίστη σε εμένα που με έκανε να τον λατρεύω όπως λατρεύουμε μόνο έναν καλό και αφοσιωμένο φίλο.

Οι υπάλληλοι παρέμειναν αμίλητοι, συνεχίζοντας να με σέρνουν. Ο ήχος από τις μύτες των παπουτσιών μου που σέρνονταν όπως με τραβούσαν, ακούγονταν στριγκός και σφυριχτός. «Βγάλ’ του τα παπούτσια» είπε ο ένας κι αμέσως βρέθηκα ξυπόλητος με τα δάχτυλά μου να πονάνε καθώς τρίβονταν στο τσιμέντο. Με έσυραν έτσι ως το τέλος του διαδρόμου, τα πόδια μου πλήγιασαν κι εγώ έκλαιγα, πάει η καρδιά, πάει η ευκαιρία μου να δω τόσο μοναδικό, πάει η ευκαιρία μου να το διηγηθώ στο Βίκτωρα και τους φίλους του. «Εμπρός, ορίστε η καρδιά σου!» Άνοιξαν μια βαριά πόρτα και με πέταξαν μέσα. Και τα καθάρματα άφησαν να με φάνε οι σφήκες. Γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο σφήκες. Κρέμονταν παντού σαν τσαμπιά. Έπιαναν κάθε εκατοστό του χώρου. Δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν μπορούσα να δω, δεν μπορούσα να ακούσω. Μπορούσα μόνο να τις αισθανθώ να μπαίνουν μέσα στα αυτιά μου, στα μάτια μου, στη μύτη μου, ο όγκος τους να ανοίγει με βία το στόμα μου καθώς χώνονταν κατά δεκάδες μέσα στο σώμα μου και τα κεντριά τους να με τρυπούν παντού. Καθώς λιποθυμούσα ή καθώς πέθαινα άκουσα ξεκάθαρα τη φωνή του Βίκτωρα, «Γκουλ, όλα θα πάνε καλά, είμαι εδώ, αυτή ήταν η χειρότερη κρίση που είχες ποτέ. Αχ, βρε Γκουλ, χτυπιόσουν έξω από το αστυνομικό τμήμα, νόμιζα ότι θα πεθάνεις. Έπρεπε να ειδοποιήσουμε  ασθενοφόρο. Ήσουν τυχερός που μένω απέναντι.» Το χέρι του μου χάιδευε το κεφάλι στοργικά.

Σοβαρά Βίκτωρ; Πήγαινε στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα Βίκτωρ. Ελπίζω μια ορδή δαιμόνων να σου ξεσκίζουν τα σωθικά και να καίγεσαι αιωνίως. Παλιοαρχίδι. Ποιος σου είπε να με σώσεις; Πως θα ξαναμπώ τώρα μέσα;

 



 

Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου

  Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδε...